λαφυστίου

λαφυστίου
λαφύστιος
gluttonous
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λαφυστίου — Λαφύστιος gluttonous masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυτίσσωρος ή Κύτωρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Φρίξου και της Χαλκιόπης ή Ιόφωσσας, κόρης του Αιήτη. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν επέστρεψε από την Κολχίδα στην Άλο της Θεσσαλικής Φθιώτιδας, ελευθέρωσε τον παππού του, Αθάμαντα, βασιλιά των Μινυών, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Λεβαδέων, δήμος — Δήμος (20.769 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Λαφυστίου και Ρωμαίικου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η Λιβαδειά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”